οχθάσθαι

οχθάσθαι
ὀχθᾱσθαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπὸ τοῡ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθ. τού τ. σε ὀχθεῖσθαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οχθώ — ὀχθῶ, έω (Α) (επικ. τ.) δυσαρεστούμαι, στενοχωριέμαι, δοκιμάζω ψυχικό βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι θεωρούσαν το ρ. ὀχθῶ παρ. τού ουσ. ὄχθος / ὄχθη «λόφος, ύψωμα» (πρβλ. και τού Ησύχ. ὀχθᾶσθαι ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”